4 Φεβρουαρίου 2010

Το δίλημμα -7 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Ο ήχος από το κουδούνι γινόταν τώρα πιο έντονος. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν και σηκώθηκε γρήγορα από τον καναπέ. Μα τι την είχε πιάσει; Τι ήταν αυτά που έκανε; Απορούσε και η ίδια με τον εαυτό της. Ένιωθε τόσο άσχημα που είχε αφήσει το πάθος της να την παρασύρει και να την οδηγήσει σ’αυτή την τολμηρή πράξη. Τώρα ένιωθε σχεδόν τύψεις.

Ποτέ της δε χρειάστηκε, ούτε ένιωσε την ανάγκη να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν με τον Στέφανο, τον αγαπούσε και τον ήθελε. Περνούσαν καλά μαζί και ποτέ δεν είχε σκεφτεί κάποιον άλλον ερωτικά. Αυτός της τα έδινε όλα, την έκανε ευτυχισμένη. Σύντομα θα ένωναν για πάντα τις ζωές τους.

Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ήταν εκείνος.

«Καλά δεν ακούς; Χτυπάω τόση ώρα.» της είπε μπαίνοντας και έσκυψε να τη φιλήσει.

« Συγνώμη Στέφανε αλλά με είχε πάρει ο ύπνος…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

Πέρασαν και κάθισαν στον καναπέ. Η Ελπίδα έγειρε πάνω του και τον αγκάλιασε. Προσπάθησε να φέρει στο νου της όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους αγαπούσε αυτόν τον άντρα. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι τον αγαπάει. Πως γίνεται να αγαπάς κάποιον άνθρωπο και να σκέφτεσαι έναν άλλον; Έπρεπε να σιγουρευτεί.
Κοίταξε τα μάτια του και στάθηκε να τα χαζεύει για κάμποση ώρα.

«Στέφανε μ’αγαπάς;» τον ρώτησε ξαφνικά.

«Αμφιβάλλεις καλή μου; Και βέβαια σ’αγαπώ. Τι έπαθες ξαφνικά; Έχεις ανασφάλειες;» την ρώτησε εκείνος με τη σειρά του.

«Όχι απλώς ήθελα να το ακούσω. Να σου βάλω κάτι να πιείς; Λίγο κρασί; Θέλεις;»

«Δε θέλω τίποτα. Εκτός από ‘σένα. Εσένα θέλω μόνο.» της είπε και την ξάπλωσε στον καναπέ.
Άρχισε να την φιλάει απαλά στο λαιμό της και σιγά σιγά έφερε τα χείλη του στα δικά της. Η Ελπίδα ένιωσε την καυτή του ανάσα να αφήνεται πάνω της. Του ανταπέδωσε το φιλί με περισσότερο πάθος. Άφησε τη γλώσσα της να παίξει με τη δική του κι ύστερα προχώρησε στο δικό του λαιμό. Εκείνος της έβγαλε την πετσέτα και άρχισε να τη χαιδεύει σε όλο της το σώμα.

«Εσένα θέλω μόνο» της είπε ακόμα μια φορά λίγο πριν μπει μέσα της.

«Κι εγώ… Μόνο εσένα θέλω μωρό μου. Μόνο εσένα.» του απάντησε εκείνη συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια από μέσα της χωρίς να ξέρει το γιατί. Επειδή το ένιωθε ή επειδή ήθελε να πείσει τον εαυτό της; Προσπάθησε να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της και να αφεθεί στην ηδονή της στιγμής μα φάνηκε να δυσκολευόταν.

Ανέβηκε από πάνω του για να πάρει τον έλεγχο και άρχισε να λικνίζεται με δύναμη.

«Μόνο εσένα.» επανέλαβε συνεχίζοντας να ανεβοκατεβαίνει πάνω του. Τον σήκωσε με τα χέρια της και τον κόλλησε πάνω της. Έφερε το πρόσωπο του ανάμεσα στα στήθη της και εκείνος άρχισε να την γλέιφει με λαιμαργία.

Έκαναν έρωτα μέχρι τα ξημερώματα και όταν ηρέμησαν αγκαλιάστηκαν και αποκοιμήθηκαν στον στενό καναπέ.
Η Ελπίδα έχοντας στην αγκαλιά της τον Στέφανο έβλεπε στον ύπνο της εφιάλτες εκείνο το βράδυ...

Έβλεπε τον Δημήτρη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες μου αυτό που σκέφτηκες...
Σε ακούω...