14 Ιανουαρίου 2010

Η στέπα - Άντον Τσέχοφ




Η νότια Ρωσία καλύπτεται από απέραντες ξερές και κρύες εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «στέπα» από τη ρωσική λέξη «στέπ» που σημαίνει κοτσάνι.
Στο διήγημά του αυτό, ο Τσέχοφ αφηγείται τις περιπέτειες ενός εννίαχρονου αγοριού, του Γεγκόρουσκα, ο οποίος διασχίζει τη στέπα κάνοντας ένα ταξίδι αρκετών εβδομάδων για να φτάσει στο Κίεβο. Ο θείος του, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Κουσμιτσώφ και ένας οικογενειακός φίλος, ο παπά- Χριστόφορος πηγαίνουν να πουλήσουν μαλλί και αναλαμβάνουν να πάρουν μαζί τους και τον μικρό για να πάει στην πόλη να σπουδάσει.
Στο δρόμο συναντούν και άλλους πωλητές μαλλιού και ο Γεγκόρουσκα θα πάει με εκείνους προκειμένου το ταξίδι του να είναι πιο άνετο και ευχάριστο. Σ’αυτή λοιπόν την πορεία και μέσα από τη συμβίωση μαζί τους ο Γεγκόρουσκα μοιάζει να παίρνει ένα μάθημα ζωής που δεν είναι πάντα ευχάριστο. Γνωρίζει ανθρώπους που κάποτε είχαν λεφτά μα τώρα δεν έχουν τίποτα, ανθρώπους κακούς κ άπληστους που νοίαζονται μόνο για το χρήμα και το συμφέρον, μα και καλούς ανθρώπους που δεν θέλουν το κακό κανενός, που είναι φιλόξενοι και γενναιόδωροι. Μαθαίνει πως είναι να επιβιώνεις, στον κίνδυνο,στον φόβο. Μαθαίνει την αλήθεια και το ψέμα, το καλό και το κακό. Στα μάτια ενός μικρού παιδιού όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα και ίσως να αργήσει να καταλάβει τι πραγματικά είναι η ζωή.
Μα σίγουρα αυτή του η εμπειρία τον γέμισε με συναισθήματα τα οποία θα κουβαλάει για πάντα στην ψυχή του.
Στο τέλος του ταξιδιού ο Γεγκόρουσκα θα συναντήσει ξανά τον θείο του και τον παπά-Χριστόφορο και θα τον πάνε σε μια φίλη της χήρας μητέρας του για να διαμείνει όσο καιρό θα σπουδάζει.
Θα παραθέσω ένα κομμάτι του διηγήματος που ξεχώρισα ιδιαίτερα γιατί διαβάζοντας το με έκανε να νιώσω την αλήθεια των όσων αφηγείται. Παράλληλα το βρίσκω πολύ όμορφο και ποιητικό (αν εξαιρέσουμε την τελευταία φράση που είναι λίγο μακάβρια), αφού καταφέρνει να σε ταξιδέψει στη στέππα ενός καλοκαιριάτικου βραδινού και να κοιτάξεις ψηλά τον ουρανό την ώρα που σκοτεινίαζει…

«Όταν κοιτάζεις για πολλή ώρα τον ουρανό χωρίς να στρέψεις αλλού το βλέμα σου, οι σκέψεις και η ψυχή σου για κάποιο λόγο γεμίζουν με μια αίσθηση μοναξιάς. Αρχίζεις να νιώθεις αγιάτρευτα μόνος, και όλο αυτό που θεωρούσες πριν οικείο και κοντινό γίνεται αβάσταχτα μακρινό και χάνει κάθε αξία. Αυτά τα’αστέρια που κοιτάζουν από τον ουρανό χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτός ο ακατανόητος ουρανός και το σκοτάδι αδιαφορούν για τη σύντομη ζωή του ανθρώπου, και άμα βρεθείς μόνος απέναντί τους και προσπαθήσεις να καταλάβεις το νόημα τους, πιέζουν την ψυχή σου με την σιωπή τους. Τότε έρχεται στη σκέψη σου η μοναξιά που περιμένει τον καθέναν από εμάς στον τάφο, και το νόημα της ζωής φαίνεται απελπιστικό, τρομερό…»

Ο λόγος που παραθέτω το συγκεκριμένο απόσπασμα –εκτός του ότι μου αρέσει πολύ- είναι γιατί στα λόγια αυτά νομίζω πως ο συγγραφέας κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του. Είναι αυτός που μιλάει, αυτός που αποκαλύπτει τις σκέψεις του και τις θεωρίες του. Είναι ένας άνθρωπος μεγαλωμένος που έχει φιλοσοφήσει τη ζωή, γεγονός που γίνεται αντιληπτό σε πολλά σημεία του κειμένου.
Κλείνοντας θα ήθελα να προσθέσω πως αυτό το ταξίδι ίσως να υπήρξε για τον Γεγκόρουσκα το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία αφού χάρις σ'αυτό "μεγάλωσε" και γνώρισε την δύσκολη πλευρά της ζωής, αυτή του μόχθου, της προσπάθειας και του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.
Μάλιστα νομίζω πως η τελευταία φράση του κειμένου, οπού ο Γεγκόρουσκα καθισμένος σε ένα παγκάκι αποχαιρετά τον θείο του και τον παπά -Χριστόφορο , σηματοδοτεί αυτή την αλλαγή.
Παραθέτω τα τελευταία λόγια:¨
"Κάθισε εξαντλημένος στο παγκάκι και με τα πικρά δάκρυά του χαιρέτησε την καινούργια, άγνωστη ζωή που άρχιζε τώρα γι'αυτόν...
Πώς θα είναι άραγε αυτή η ζωή;"
Εσείς τι αντιλαμβάνεστε;